αγουροξυπνημός
Смотреть что такое "αγουροξυπνημός" в других словарях:
αγουροξυπνημός — ο [αγουροξυπνώ] το αγουροξύπνημα* … Dictionary of Greek
αγουροξυπνώ — (μτβ.) 1. ξυπνώ κάποιον πρόωρα, τόν σηκώνω από τον ύπνο του 2. (αμτβ.) ξυπνώ πρόωρα δίχως να έχω κοιμηθεί αρκετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ξυπνώ. ΠΑΡ. αγουροξύπνημα, αγουροξυπνημένος, αγουροξυπνημός, αγουροξύπνητος] … Dictionary of Greek